безоумиѥ — БЕЗОУМИ|Ѥ (155), ˫А с. 1.Неразумие, безрассудство, безумство: простите мѩ съгрѣшьша въ безɤми своемь Мин 1095 (сент.), 123 (приписка); больми себе гърдыи разгордѣвъ. и безоумиѥмь поболѣвъ послѣдьнимъ. (ἀπόνοιαν) ЖФСт XII, 102; сми˫атисѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… … Dictionary of Greek
оле — (33) межд. Употребляется для усиления экспрессивности высказывания. О: оле дивьноѥ ваю тьрпѣниѥ мѫченика. Стих 1156–1163, 73 об.; дьржатель всемѹ. ѡле б҃жиихъ сѹдьбъ. ѿстѹпьникъ бываѥть. (ὤ ѱεοῦ κριμοτων!) ЖФСт к. XII, 102 об.; ѡле чю(до) ѹлѹчиша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κοπροφαγία — η βιολ. η πρόσληψη κοπράνων ως τροφής, κατάσταση η οποία είναι φυσιολογική σε ορισμένα ζώα, ενώ στον άνθρωπο παρατηρείται σε περιπτώσεις βαριάς άνοιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophagy < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + phagy (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ξεμώραμα — το [ξεμωραίνω] απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
πρεσβυοφρενία — η, Ν ιατρ. κλινική μορφή τής γεροντικής άνοιας στην οποία προεξάρχουν διαταραχές τής μνήμης, με εσφαλμένες αναγνωρίσεις και με διαταραχή τού προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο, ενώ οι κοινωνικοί αυτοματισμοί διατηρούνται σχετικά καλά … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
υποκροκαίνομαι — Μ [κρόκος] σπινθηροβολώ («τῶν ὀφθαλμῶν ὑποκροκαινομένων τῇ φλογὶ τῆς ἀνοίας», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek
ψευδοάνοια — η, Ν ιατρ. σύμπλεγμα συμπτωμάτων που δίνουν εικόνα άνοιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pseudodementia < pseudo (< ψευδ[ο] *) + dementia «άνοια»] … Dictionary of Greek